- τεφροδοχείο
- το1. δοχείο όπου τοποθετείται η στάχτη νεκρού.2. σταχτοδοχείο τσιγάρου, τασάκι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τεφροδοχείο — το, Ν 1. δοχείο στο οποίο φυλάσσεται η τέφρα νεκρού 2. σταχτοδοχείο, τασάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέφρα + δοχείο. Η λ., στον λόγιο τ. τεφροδοχεῖον, μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] … Dictionary of Greek
τεφροδόχη — η, Ν τεφροδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέφρα + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. αμμο δόχη] … Dictionary of Greek
τεφροδόχος — η, Ν 1. χώρος κάτω από την εστία ή τη θερμάστρα στον οποίο πέφτει η τέφρα 2. τεφροδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέφρα + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Α. Ρ. Ραγκαβή] … Dictionary of Greek
τεφροδόχος — η 1. χώρος κάτω από τη σκάρα όπου συγκεντρώνεται η στάχτη (θερμάστρας, τζακιού κτλ.). 2. τεφροδοχείο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)